Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lɛ.ksi.kɔ.ɡʁa.fik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lexicographique lexicographiques

lexicographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό