λεξικογραφικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεξικογραφικά < λεξικογραφικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαλεξικογραφικά
- με λεξικογραφικό τρόπο, με τον τρόπο της λεξικογραφίας ή του λεξικογράφου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λεξικογραφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλεξικογραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λεξικογραφικό