Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λειχούδης η λειχούδα το λειχούδικο
      γενική του λειχούδη της λειχούδας του λειχούδικου
    αιτιατική τον λειχούδη τη λειχούδα το λειχούδικο
     κλητική λειχούδη λειχούδα λειχούδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λειχούδηδες οι λειχούδες τα λειχούδικα
      γενική των λειχούδηδων των λειχούδικων
    αιτιατική τους λειχούδηδες τις λειχούδες τα λειχούδικα
     κλητική λειχούδηδες λειχούδες λειχούδικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λειχούδης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λειχούδης < αρχαία ελληνική λείχω + -ούδης [1]

  Επίθετο επεξεργασία

λειχούδης, -α, -ικο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λειχούδης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λειχούδης < αρχαία ελληνική λείχω + -ούδης

  Επίθετο επεξεργασία

λειχούδης

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία