πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λειχούδης η λειχούδα το λειχούδικο
      γενική του λειχούδη της λειχούδας του λειχούδικου
    αιτιατική τον λειχούδη τη λειχούδα το λειχούδικο
     κλητική λειχούδη λειχούδα λειχούδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λειχούδηδες οι λειχούδες τα λειχούδικα
      γενική των λειχούδηδων των λειχούδικων
    αιτιατική τους λειχούδηδες τις λειχούδες τα λειχούδικα
     κλητική λειχούδηδες λειχούδες λειχούδικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

λειχούδης, -α, -ικο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Ετυμολογία

επεξεργασία