-ούδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -ούδης | η | -ούδα | το | -ούδικο |
γενική | του | -ούδη | της | -ούδας | του | -ούδικου |
αιτιατική | τον | -ούδη | τη(ν) | -ούδα | το | -ούδικο |
κλητική | -ούδη | -ούδα | -ούδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -ούδηδες | οι | -ούδες | τα | -ούδικα |
γενική | των | -ούδηδων | — | των | -ούδικων | |
αιτιατική | τους | -ούδηδες | τις | -ούδες | τα | -ούδικα |
κλητική | -ούδηδες | -ούδες | -ούδικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ούδης < ουδέτερο υποκοριστικό επίθημα -ούδ(ι) + κατάληξη αρσενικού -ης
Επίθημα
επεξεργασία-ούδης αρσενικό
- επίθημα για το σχηματισμό
- επιθέτων σε -ούδης, -ούδα, -ούδικο
- ανδρικών επωνύμων
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ούδης < ουδέτερο υποκοριστικό επίθημα -ούδ(ιν) + κατάληξη αρσενικού -ης
Επίθημα
επεξεργασία-ούδης αρσενικό
- επίθημα για το σχηματισμό
- επιθέτων σε -ούδης
- ανδρικών επωνύμων