λεβεντογενιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεβεντογενιά | οι | λεβεντογενιές |
γενική | της | λεβεντογενιάς | των | λεβεντογενιών |
αιτιατική | τη | λεβεντογενιά | τις | λεβεντογενιές |
κλητική | λεβεντογενιά | λεβεντογενιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεβεντογενιά θηλυκό
- η γενιά λεβέντικων ανδρών
Συγγενικά
επεξεργασία- λεβεντάνθρωπος
- λεβέντης
- λεβεντιά
- λεβέντικα
- λεβέντικος
- λεβέντισσα
- λεβεντογέννα
- λεβεντογυναίκα
- λεβεντόκορμος
- λεβεντομάννα
- λεβεντονιός
- λεβεντόπαιδο
- λεβεντοπνίχτρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεβεντογενιά
|