λατιφούντιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λατιφούντιο | τα | λατιφούντια |
γενική | του | λατιφούντιου & λατιφουντίου |
των | λατιφούντιων & λατιφουντίων |
αιτιατική | το | λατιφούντιο | τα | λατιφούντια |
κλητική | λατιφούντιο | λατιφούντια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λατιφούντιο < (άμεσο δάνειο) λατινική latifundium < latus (ευρύς, εκτεταμένος) + fundus (κτήμα, πυθμένας)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλατιφούντιο ουδέτερο
- μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία (ιδιαίτερα των αρχαίων Ρωμαίων)
Μεταφράσεις
επεξεργασία λατιφούντιο