Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαπλασιανός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λαπλασιαν
ός
η
λαπλασιαν
ή
το
λαπλασιαν
ό
γενική
του
λαπλασιαν
ού
της
λαπλασιαν
ής
του
λαπλασιαν
ού
αιτιατική
τον
λαπλασιαν
ό
τη
λαπλασιαν
ή
το
λαπλασιαν
ό
κλητική
λαπλασιαν
έ
λαπλασιαν
ή
λαπλασιαν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λαπλασιαν
οί
οι
λαπλασιαν
ές
τα
λαπλασιαν
ά
γενική
των
λαπλασιαν
ών
των
λαπλασιαν
ών
των
λαπλασιαν
ών
αιτιατική
τους
λαπλασιαν
ούς
τις
λαπλασιαν
ές
τα
λαπλασιαν
ά
κλητική
λαπλασιαν
οί
λαπλασιαν
ές
λαπλασιαν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαπλασιανός
<
αγγλική
Laplacian
<
γαλλική
Laplace
Επίθετο
επεξεργασία
λαπλασιανός
που έχει
σχέση
με τον
Laplace
ή τη
θεωρία
του ή αναφέρεται σ’ αυτά
↪
λαπλασιανός
τελεστής
↪
λαπλασιανή
συνάρτηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαπλασιανός
αγγλικά
:
Laplacian
(en)