↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαμπικαρισμένος η λαμπικαρισμένη το λαμπικαρισμένο
      γενική του λαμπικαρισμένου της λαμπικαρισμένης του λαμπικαρισμένου
    αιτιατική τον λαμπικαρισμένο τη λαμπικαρισμένη το λαμπικαρισμένο
     κλητική λαμπικαρισμένε λαμπικαρισμένη λαμπικαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαμπικαρισμένοι οι λαμπικαρισμένες τα λαμπικαρισμένα
      γενική των λαμπικαρισμένων των λαμπικαρισμένων των λαμπικαρισμένων
    αιτιατική τους λαμπικαρισμένους τις λαμπικαρισμένες τα λαμπικαρισμένα
     κλητική λαμπικαρισμένοι λαμπικαρισμένες λαμπικαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμπικαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαμπικάρω

λαμπικαρισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη λαμπικάρω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία