λαμπικαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαμπικαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαμπικάρω
Μετοχή
επεξεργασίαλαμπικαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη λαμπικάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαμπικαρισμένος
|
λαμπικαρισμένος, -η, -ο
|