λίφαιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λίφαιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαλίφαιμος, -ος, -ον
- που δεν έχει πολύ αίμα, χλωμός, ωχρός
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ἀναπνοῆς, 7 @scaife.perseus
- Ὧδε δ’ ἀναπνεῖ πάντα καὶ ἐκπνεῖ. Πᾶσι λίφαιμοι σαρκῶν σύριγγες πύματον κατὰ σῶμα τέτανται, καί σφιν ἐπὶ στομίοις πυκναῖς τέτρηνται ἄλοξιν ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα διαμπερές, ὥστε φόνον μέν κεύθειν, αἰθέρι δ’ εὐπορίην διόδοισι τετμῆσθαι.
- ΣτΕ: Ο Αριστοτέλης παραθέτει ένα απόσπασμα έργου του Εμπεδοκλή.
- Ὧδε δ’ ἀναπνεῖ πάντα καὶ ἐκπνεῖ. Πᾶσι λίφαιμοι σαρκῶν σύριγγες πύματον κατὰ σῶμα τέτανται, καί σφιν ἐπὶ στομίοις πυκναῖς τέτρηνται ἄλοξιν ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα διαμπερές, ὥστε φόνον μέν κεύθειν, αἰθέρι δ’ εὐπορίην διόδοισι τετμῆσθαι.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ἀναπνοῆς, 7 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λίφαιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.