→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λίφαιμος τὸ λίφαιμον
      γενική τοῦ/τῆς λιφαίμου τοῦ λιφαίμου
      δοτική τῷ/τῇ λιφαίμ τῷ λιφαίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν λίφαιμον τὸ λίφαιμον
     κλητική ! λίφαιμε λίφαιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λίφαιμοι τὰ λίφαιμ
      γενική τῶν λιφαίμων τῶν λιφαίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς λιφαίμοις τοῖς λιφαίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λιφαίμους τὰ λίφαιμ
     κλητική ! λίφαιμοι λίφαιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λιφαίμω τὼ λιφαίμω
      γεν-δοτ τοῖν λιφαίμοιν τοῖν λιφαίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λίφαιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

λίφαιμος, -ος, -ον

  • που δεν έχει πολύ αίμα, χλωμός, ωχρός
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ἀναπνοῆς, 7 @scaife.perseus
    Ὧδε δ’ ἀναπνεῖ πάντα καὶ ἐκπνεῖ. Πᾶσι λίφαιμοι σαρκῶν σύριγγες πύματον κατὰ σῶμα τέτανται, καί σφιν ἐπὶ στομίοις πυκναῖς τέτρηνται ἄλοξιν ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα διαμπερές, ὥστε φόνον μέν κεύθειν, αἰθέρι δ’ εὐπορίην διόδοισι τετμῆσθαι.
    ΣτΕ: Ο Αριστοτέλης παραθέτει ένα απόσπασμα έργου του Εμπεδοκλή.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία