→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λείφαιμος τὸ λείφαιμον
      γενική τοῦ/τῆς λειφαίμου τοῦ λειφαίμου
      δοτική τῷ/τῇ λειφαίμ τῷ λειφαίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν λείφαιμον τὸ λείφαιμον
     κλητική ! λείφαιμε λείφαιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λείφαιμοι τὰ λείφαιμ
      γενική τῶν λειφαίμων τῶν λειφαίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς λειφαίμοις τοῖς λειφαίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λειφαίμους τὰ λείφαιμ
     κλητική ! λείφαιμοι λείφαιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λειφαίμω τὼ λειφαίμω
      γεν-δοτ τοῖν λειφαίμοιν τοῖν λειφαίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λείφαιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

λείφαιμος, -ος, -ον

  • άλλη μορφή του λίφαιμος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.125, @scaife.perseus
    Ἢν δὲ αἱ ὀδύναι παύσωνται, φάρμακον πῖσαι κάτω, καὶ μεταπιπίσκειν γάλα ὄνου ἢ ὀῤῥὸν, ἢν μὴ σπληνώδης ᾖ ἀπὸ γενέσιος ἢ λείφαιμος ἢ ἄχροος, ἢ τὰ οὔατα ἠχώδεα ἔχῃ διὰ ξυγγενείην, ἢ ᾗσιν ἠθάδες ἀπὸ νεότητος αἱ νοῦσοι·
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.119, @scaife.perseus
    Ἢν δὲ ᾖ φύσει σπληνώδης, πνευματώδης, λείφαιμος, μήτε ὀῤῥὸν μήτε γάλα διδόναι, ἢν φυσῇ· ἢν δὲ μὴ, κατωτερικοῖσι καθαίρειν.
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ διαίτης ὀξέων νοσιμάτων, De diaeta acutorum (spurium), 23, @scaife.perseus
    Εἰδέναι δὲ τοὺς κεφαλαλγικοὺς ἐκ γυμνασίων ἢ δρόμων ἢ πορειῶν ἢ κυνηγεσίων ἢ ἄλλου τινὸς πόνου ἀκαίρου, ἢ ἐξ ἀφροδισίων, τοὺς ἀχρόους, τοὺς βραγχαλέους, τοὺς σπληνώδεας, τοὺς λειφαίμους, τοὺς πνευματώδεας, τοὺς ξηρὰ βήσσοντας καὶ διψώδεας, τοὺς φυσώδεας, φλεβῶν ἀπολήψιας, ἐντεταμένους ὑποχόνδρια καὶ πλευρὰ καὶ μετάφρενον, τοὺς ἀπονεναρκωμένους, καὶ ἀμαυρὰ βλέποντας, καὶ οἷσιν ἦχοι τῶν οὐάτων ἐμπίπτουσι, καὶ τῆς οὐρήθρης ἀκρατέως διακεψιένους, τοὺς ἰκτεριώδεας, καὶ ὧν αἱ κοιλίαι ὠμὰ ἐκβάλλουσι, καὶ αἱμοῤῥαγέοντας ἐκ ῥινὸς ἢ καθ ἕδρην σφοδρῶς, ἢν ἐν ἐμφυσήμασιν ἔωσιν, ἢ πόνος αὐτοῖσιν ἐπιτρέχῃ σφοδρὸς, καὶ μὴ ἐπικρατέωσιν· τῶν τοιῶνδε μηδένα φαρμακεύειν·

Συγγενικά

επεξεργασία