λιφαιμέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιφαιμέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαλιφαιμέω
- αιμορραγώ, χάνω αίμα
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 3.3, p.12.693 @scaife.perseus
- πληρουμένων γὰρ αἵματος τῶν ἐνταῦθα φλεβῶν, τὰ περὶ τὰς ῥῖνας λιφαιμήσουσι, καὶ ποτίζειν τοῖς πρὸς τὰς ἀγωγὰς τοῦ αἵματος γραφησομένοις καὶ τὰ ὦτα ἐμφράττειν εὐτόνως ὀθονίοις καὶ κηρῷ, κᾀν τῷ στόματι διακατέχειν ὕδωρ ὄμβριον ψυχρόν.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 3.3, p.12.693 @scaife.perseus
- γίνομαι χλωμός από φόβο ή άλλη αιτία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λιφαιμέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λιφαιμέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.