Ετυμολογία

επεξεργασία
λιφαιμέω < λείπει η ετυμολογία

λιφαιμέω

  1. αιμορραγώ, χάνω αίμα
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 3.3, p.12.693 @scaife.perseus
    πληρουμένων γὰρ αἵματος τῶν ἐνταῦθα φλεβῶν, τὰ περὶ τὰς ῥῖνας λιφαιμήσουσι, καὶ ποτίζειν τοῖς πρὸς τὰς ἀγωγὰς τοῦ αἵματος γραφησομένοις καὶ τὰ ὦτα ἐμφράττειν εὐτόνως ὀθονίοις καὶ κηρῷ, κᾀν τῷ στόματι διακατέχειν ὕδωρ ὄμβριον ψυχρόν.
  2. γίνομαι χλωμός από φόβο ή άλλη αιτία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία