→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λέπαργος τὸ λέπαργον
      γενική τοῦ/τῆς λεπάργου τοῦ λεπάργου
      δοτική τῷ/τῇ λεπάργ τῷ λεπάργ
    αιτιατική τὸν/τὴν λέπαργον τὸ λέπαργον
     κλητική ! λέπαργε λέπαργον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λέπαργοι τὰ λέπαργ
      γενική τῶν λεπάργων τῶν λεπάργων
      δοτική τοῖς/ταῖς λεπάργοις τοῖς λεπάργοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λεπάργους τὰ λέπαργ
     κλητική ! λέπαργοι λέπαργ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λεπάργω τὼ λεπάργω
      γεν-δοτ τοῖν λεπάργοιν τοῖν λεπάργοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λέπαργος < λέπ(ος) + ἀργός

  Επίθετο

επεξεργασία

λέπαργος, -ος, -ον

  1. που έχει λευκό δέρμα ή φτερά
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 49b @scaife.perseus
    ὃς ἦρι μὲν φαίνοντι διαπάλλει πτερόν
    κίρκου λεπάργου. Δύο γὰρ οὖν μορφὰς φανεῖ,
    παιδός τε χαὑτοῦ νηδύος μιᾶς ἄπο.
    ΣτΕ: Απόσπασμα από τραγωδία του Αισχύλου.
  2. (ως ουσιαστικό) γάιδαρος