Δείτε επίσης: λάσσο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λάσο τα λάσα
      γενική του λάσου των λάσων
    αιτιατική το λάσο τα λάσα
     κλητική λάσο λάσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σύλληψη ταύρου σε ροντέο με λάσο

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάσο < γαλλική lasso < ισπανική lazo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάσο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία