Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ροντέο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ροντό
,
ροντέλο
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Επίδειξη
ροντέο
.
Ετυμολογία
επεξεργασία
ροντέο
<
αγγλική
rodeo
<
ισπανική
rodeo
<
rodear
<
λατινική
rota
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ro.ˈde.o
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
ρο‐ντέ‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ροντέο
ουδέτερο
άκλιτο
επίδειξη
ή
είδος
αγωνίσματος
κατά τα οποία κάποιος καλείται να
ιππεύσει
ταύρους
ή
άγρια
άλογα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ροντέο
αγγλικά
:
rodeo
(en)