Δείτε επίσης: ροντό, ροντέλο
 
Επίδειξη ροντέο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ροντέο < αγγλική rodeo < ισπανική rodeo < rodear < λατινική rota

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ro.ˈde.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐ντέ‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ροντέο ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία