Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροντό < ιταλική rondò < γαλλική rondeau

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροντό ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία