Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροντώ < γαλλική rondeau

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροντώ ουδέτερο άκλιτο

  • (μουσική) σύνθεση σε ύφος συνήθως ζωηρό και εύθυμο, η οποία αποτελείται από ένα επαναλαμβανόμενο κυρίως θέμα (ρεφρέν) που εναλλάσσεται με διάφορα αλλά θέματα (κουπλέ)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία