↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόμπρα οι κόμπρες
      γενική της κόμπρας
    αιτιατική την κόμπρα τις κόμπρες
     κλητική κόμπρα κόμπρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μία αιγυπτιακή κόμπρα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κόμπρα < πορτογαλική cobra de capello (φίδι με καπέλο) < λατινική colubra

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈko.bɾa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόμπρα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία