κόμπρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόμπρα | οι | κόμπρες |
γενική | της | κόμπρας | — | |
αιτιατική | την | κόμπρα | τις | κόμπρες |
κλητική | κόμπρα | κόμπρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόμπρα θηλυκό
- (φίδι) είδος δηλητηριώδους φιδιού της Iνδίας και της Aφρικής. Το χαρακτηριστικό του είναι ότι σηκώνει το μπροστινό μέρος του και το απλώνει σχηματίζοντας μια καλύπτρα
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κόμπρα στη Βικιπαίδεια