Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωσταντινάτο τα κωσταντινάτα
      γενική του κωσταντινάτου των κωσταντινάτων
    αιτιατική το κωσταντινάτο τα κωσταντινάτα
     κλητική κωσταντινάτο κωσταντινάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωσταντινάτο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *κωνσταντινάτον (όπως στο ἁγιοκωνσταντινάτον) < όνομα ελληνιστική κοινή Κωνσταντῖνος + -άτος στο ουδέτερο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωσταντινάτο ουδέτερο

  1. (ιστορία, νόμισμα) χρυσό βυζαντινό νόμισμα (με την κεφαλή του Μεγάλου Κωνσταντίνου επάνω του)
  2. (κατ’ επέκταση) νόμισμα μεγάλης αξίας που θεωρείται ότι έχει αποτρεπτική χρήση και χρησιμοποιείται και ως φυλακτό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία