κωσταντινάτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κωσταντινάτο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *κωνσταντινάτον (όπως στο ἁγιοκωνσταντινάτον) < όνομα ελληνιστική κοινή Κωνσταντῖνος + -άτος στο ουδέτερο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακωσταντινάτο ουδέτερο
- (ιστορία, νόμισμα) χρυσό βυζαντινό νόμισμα (με την κεφαλή του Μεγάλου Κωνσταντίνου επάνω του)
- (κατ’ επέκταση) νόμισμα μεγάλης αξίας που θεωρείται ότι έχει αποτρεπτική χρήση και χρησιμοποιείται και ως φυλακτό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κωσταντινάτο
|