Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωδωνισμένος η κωδωνισμένη το κωδωνισμένο
      γενική του κωδωνισμένου της κωδωνισμένης του κωδωνισμένου
    αιτιατική τον κωδωνισμένο την κωδωνισμένη το κωδωνισμένο
     κλητική κωδωνισμένε κωδωνισμένη κωδωνισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωδωνισμένοι οι κωδωνισμένες τα κωδωνισμένα
      γενική των κωδωνισμένων των κωδωνισμένων των κωδωνισμένων
    αιτιατική τους κωδωνισμένους τις κωδωνισμένες τα κωδωνισμένα
     κλητική κωδωνισμένοι κωδωνισμένες κωδωνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωδωνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κωδωνίζω

  Μετοχή επεξεργασία

κωδωνισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία