κωδωνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κωδωνίζω < αρχαία ελληνική κωδωνίζω
Ρήμα
επεξεργασίακωδωνίζω
- (λόγιο) άλλη μορφή του κουδουνίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- κωδωνισμός
- → δείτε τις λέξεις κώδων και κουδούνι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κωδωνίζω | κωδώνιζα | θα κωδωνίζω | να κωδωνίζω | κωδωνίζοντας | |
β' ενικ. | κωδωνίζεις | κωδώνιζες | θα κωδωνίζεις | να κωδωνίζεις | κωδώνιζε | |
γ' ενικ. | κωδωνίζει | κωδώνιζε | θα κωδωνίζει | να κωδωνίζει | ||
α' πληθ. | κωδωνίζουμε | κωδωνίζαμε | θα κωδωνίζουμε | να κωδωνίζουμε | ||
β' πληθ. | κωδωνίζετε | κωδωνίζατε | θα κωδωνίζετε | να κωδωνίζετε | κωδωνίζετε | |
γ' πληθ. | κωδωνίζουν(ε) | κωδώνιζαν κωδωνίζαν(ε) |
θα κωδωνίζουν(ε) | να κωδωνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κωδώνισα | θα κωδωνίσω | να κωδωνίσω | κωδωνίσει | ||
β' ενικ. | κωδώνισες | θα κωδωνίσεις | να κωδωνίσεις | κωδώνισε | ||
γ' ενικ. | κωδώνισε | θα κωδωνίσει | να κωδωνίσει | |||
α' πληθ. | κωδωνίσαμε | θα κωδωνίσουμε | να κωδωνίσουμε | |||
β' πληθ. | κωδωνίσατε | θα κωδωνίσετε | να κωδωνίσετε | κωδωνίστε | ||
γ' πληθ. | κωδώνισαν κωδωνίσαν(ε) |
θα κωδωνίσουν(ε) | να κωδωνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κωδωνίσει | είχα κωδωνίσει | θα έχω κωδωνίσει | να έχω κωδωνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κωδωνίσει | είχες κωδωνίσει | θα έχεις κωδωνίσει | να έχεις κωδωνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κωδωνίσει | είχε κωδωνίσει | θα έχει κωδωνίσει | να έχει κωδωνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κωδωνίσει | είχαμε κωδωνίσει | θα έχουμε κωδωνίσει | να έχουμε κωδωνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κωδωνίσει | είχατε κωδωνίσει | θα έχετε κωδωνίσει | να έχετε κωδωνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κωδωνίσει | είχαν κωδωνίσει | θα έχουν κωδωνίσει | να έχουν κωδωνίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κωδωνίζω
|