Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κωδωνισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κωδωνισμ
ός
οι
κωδωνισμ
οί
γενική
του
κωδωνισμ
ού
των
κωδωνισμ
ών
αιτιατική
τον
κωδωνισμ
ό
τους
κωδωνισμ
ούς
κλητική
κωδωνισμ
έ
κωδωνισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κωδωνισμός
<
κωδωνίζω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κωδωνισμός
αρσενικό
(
λόγιο
)
άλλη μορφή
του
κουδούνισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κωδωνισμός
→
δείτε
τη λέξη
κουδούνισμα