κυτταροπροστατευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κυτταροπροστατευτικός < κυτταρο- + προστατευτικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασία
κυτταροπροστατευτικός, -ή, ό (χωρίς παραθετικά)
- που παρέχει προστασία σε ορισμένα κύτταρα, συνήθως αναστέλλοντας κάποιες παράλληλες λειτουργίες
- (ουσιαστικοποιημένο) το κυτταροπροστατευτικό φάρμακο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυτταροπροστατευτικός
|