↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυτταροπροστατευτικός η κυτταροπροστατευτική το κυτταροπροστατευτικό
      γενική του κυτταροπροστατευτικού της κυτταροπροστατευτικής του κυτταροπροστατευτικού
    αιτιατική τον κυτταροπροστατευτικό την κυτταροπροστατευτική το κυτταροπροστατευτικό
     κλητική κυτταροπροστατευτικέ κυτταροπροστατευτική κυτταροπροστατευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυτταροπροστατευτικοί οι κυτταροπροστατευτικές τα κυτταροπροστατευτικά
      γενική των κυτταροπροστατευτικών των κυτταροπροστατευτικών των κυτταροπροστατευτικών
    αιτιατική τους κυτταροπροστατευτικούς τις κυτταροπροστατευτικές τα κυτταροπροστατευτικά
     κλητική κυτταροπροστατευτικοί κυτταροπροστατευτικές κυτταροπροστατευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυτταροπροστατευτικός < κυτταρο- + προστατευτικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

κυτταροπροστατευτικός, -ή, ό (χωρίς παραθετικά)

  1. που παρέχει προστασία σε ορισμένα κύτταρα, συνήθως αναστέλλοντας κάποιες παράλληλες λειτουργίες
  2. (ουσιαστικοποιημένο) το κυτταροπροστατευτικό φάρμακο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία