κυνόπληκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | κυνόπληκτος | τὸ | κυνόπληκτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | κυνοπλήκτου | τοῦ | κυνοπλήκτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | κυνοπλήκτῳ | τῷ | κυνοπλήκτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | κυνόπληκτον | τὸ | κυνόπληκτον | ||
κλητική ὦ! | κυνόπληκτε | κυνόπληκτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | κυνόπληκτοι | τὰ | κυνόπληκτᾰ | ||
γενική | τῶν | κυνοπλήκτων | τῶν | κυνοπλήκτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | κυνοπλήκτοις | τοῖς | κυνοπλήκτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | κυνοπλήκτους | τὰ | κυνόπληκτᾰ | ||
κλητική ὦ! | κυνόπληκτοι | κυνόπληκτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυνοπλήκτω | τὼ | κυνοπλήκτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κυνοπλήκτοιν | τοῖν | κυνοπλήκτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυνόπληκτος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (κύων) κυνό- + -πληκτος (πλήττω)
Επίθετο
επεξεργασίακυνόπληκτος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) δαγκωμένος από σκύλο
Πηγές
επεξεργασία- κυνόπληκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.