ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κυνόπληκτος τὸ κυνόπληκτον
      γενική τοῦ/τῆς κυνοπλήκτου τοῦ κυνοπλήκτου
      δοτική τῷ/τῇ κυνοπλήκτ τῷ κυνοπλήκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν κυνόπληκτον τὸ κυνόπληκτον
     κλητική ! κυνόπληκτε κυνόπληκτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κυνόπληκτοι τὰ κυνόπληκτ
      γενική τῶν κυνοπλήκτων τῶν κυνοπλήκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς κυνοπλήκτοις τοῖς κυνοπλήκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κυνοπλήκτους τὰ κυνόπληκτ
     κλητική ! κυνόπληκτοι κυνόπληκτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κυνοπλήκτω τὼ κυνοπλήκτω
      γεν-δοτ τοῖν κυνοπλήκτοιν τοῖν κυνοπλήκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυνόπληκτος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (κύων) κυνό- + -πληκτος (πλήττω)

  Επίθετο

επεξεργασία

κυνόπληκτος, -ος, -ον