Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυματοφλοίσβημα τα κυματοφλοισβήματα
      γενική του κυματοφλοισβήματος των κυματοφλοισβημάτων
    αιτιατική το κυματοφλοίσβημα τα κυματοφλοισβήματα
     κλητική κυματοφλοίσβημα κυματοφλοισβήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυματοφλοίσβημα < αρχαία ελληνική κύμα + φλοίσβος + -μα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.ma.to'fli.zvi.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυματοφλοίσβημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία