κυματοφλοίσβημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυματοφλοίσβημα < αρχαία ελληνική κύμα + φλοίσβος + -μα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακυματοφλοίσβημα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυματοφλοίσβημα
|
κυματοφλοίσβημα ουδέτερο
|