ρούφνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρούφνα | οι | ρούφνες |
γενική | της | ρούφνας | των | ρουφνών |
αιτιατική | τη | ρούφνα | τις | ρούφνες |
κλητική | ρούφνα | ρούφνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρούφνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρούφνα θηλυκό
- (σπάνιο, λογοτεχνικό) ήχος των κυμάτων της θάλασσας· φλοίσβος
- ※ Βουή συγκρατητή, όπως η ρούφνα της ανθρωποθάλασσας, ψυχώνει την πλημμυριστή τούτη φωταψία
- Άγγελος Τερζάκης, Η μενεξεδένια πολιτεία. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 81976), σ. 28 [1]
- ※ Από κάτου, βαθιά ένας γκρεμός καμιά δεκαριά οργιές, κι η θάλασσα, που αδιάκοπα αναδευότανε, γαλάζια και πράσινη, μέσα στη θαλασσοβραχιά. Η ρούφνα της ακουγόταν από μακριά, νανουριστική και ασώπαστη, χρόνον-καιρόν, μπουνάτσα ή χειμωνιά
- Στράτης Μυριβίλης, «Ο Καπιτάνιος», από τη συλλογή Το γαλάζιο βιβλίο [1939], διαθέσιμο στον ιστότοπο Φωτόδεντρο· πρόσβαση: 2020-11-18.
- ※ Βουή συγκρατητή, όπως η ρούφνα της ανθρωποθάλασσας, ψυχώνει την πλημμυριστή τούτη φωταψία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρούφνα
|