↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλοίσβισμα τα φλοισβίσματα
      γενική του φλοισβίσματος των φλοισβισμάτων
    αιτιατική το φλοίσβισμα τα φλοισβίσματα
     κλητική φλοίσβισμα φλοισβίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλοίσβισμα < φλοίσβ(ος) + -ισμα[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfli.zvi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλοί‐σβι‐σμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλοίσβισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία