κυλινδρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυλινδρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κυλινδρώνω
Μετοχή
επεξεργασίακυλινδρωμένος, -η, -ο
- που έχει κυλινδρωθεί
- ↪ κυλινδρωμένη στρώση σκυρών σκυροδέματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυλινδρωμένος
|