Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυλινδρωμένος η κυλινδρωμένη το κυλινδρωμένο
      γενική του κυλινδρωμένου της κυλινδρωμένης του κυλινδρωμένου
    αιτιατική τον κυλινδρωμένο την κυλινδρωμένη το κυλινδρωμένο
     κλητική κυλινδρωμένε κυλινδρωμένη κυλινδρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυλινδρωμένοι οι κυλινδρωμένες τα κυλινδρωμένα
      γενική των κυλινδρωμένων των κυλινδρωμένων των κυλινδρωμένων
    αιτιατική τους κυλινδρωμένους τις κυλινδρωμένες τα κυλινδρωμένα
     κλητική κυλινδρωμένοι κυλινδρωμένες κυλινδρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυλινδρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κυλινδρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

κυλινδρωμένος, -η, -ο

  • που έχει κυλινδρωθεί
    κυλινδρωμένη στρώση σκυρών σκυροδέματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία