κυλινδρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυλινδρώνω < ελληνιστική κοινή κυλινδρόω / κυλινδρῶ < αρχαία ελληνική κύλινδρος
Ρήμα
επεξεργασίακυλινδρώνω
- μορφοποιώ ένα αντικείμενο σε σχήμα κυλίνδρου
- ↪ κυλίνδρωσα τη ζύμη για να γίνει ψωμί
- ασκώ πίεση στο έδαφος ή σε ένα άλλο αντικείμενο με βαρύ, περιστρεφόμενο κύλινδρο, ώστε να γίνει λείο και ομαλό
- ↪ κυλινδρώνω το οδόστρωμα
Συγγενικά
επεξεργασία- κυλινδρωμένος
- κυλινδρωτά
- κυλινδρωτός
- → δείτε τη λέξη κύλινδρος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυλινδρώνω | κυλίνδρωνα | θα κυλινδρώνω | να κυλινδρώνω | κυλινδρώνοντας | |
β' ενικ. | κυλινδρώνεις | κυλίνδρωνες | θα κυλινδρώνεις | να κυλινδρώνεις | κυλίνδρωνε | |
γ' ενικ. | κυλινδρώνει | κυλίνδρωνε | θα κυλινδρώνει | να κυλινδρώνει | ||
α' πληθ. | κυλινδρώνουμε | κυλινδρώναμε | θα κυλινδρώνουμε | να κυλινδρώνουμε | ||
β' πληθ. | κυλινδρώνετε | κυλινδρώνατε | θα κυλινδρώνετε | να κυλινδρώνετε | κυλινδρώνετε | |
γ' πληθ. | κυλινδρώνουν(ε) | κυλίνδρωναν κυλινδρώναν(ε) |
θα κυλινδρώνουν(ε) | να κυλινδρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυλίνδρωσα | θα κυλινδρώσω | να κυλινδρώσω | κυλινδρώσει | ||
β' ενικ. | κυλίνδρωσες | θα κυλινδρώσεις | να κυλινδρώσεις | κυλίνδρωσε | ||
γ' ενικ. | κυλίνδρωσε | θα κυλινδρώσει | να κυλινδρώσει | |||
α' πληθ. | κυλινδρώσαμε | θα κυλινδρώσουμε | να κυλινδρώσουμε | |||
β' πληθ. | κυλινδρώσατε | θα κυλινδρώσετε | να κυλινδρώσετε | κυλινδρώστε | ||
γ' πληθ. | κυλίνδρωσαν κυλινδρώσαν(ε) |
θα κυλινδρώσουν(ε) | να κυλινδρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κυλινδρώσει | είχα κυλινδρώσει | θα έχω κυλινδρώσει | να έχω κυλινδρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κυλινδρώσει | είχες κυλινδρώσει | θα έχεις κυλινδρώσει | να έχεις κυλινδρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κυλινδρώσει | είχε κυλινδρώσει | θα έχει κυλινδρώσει | να έχει κυλινδρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κυλινδρώσει | είχαμε κυλινδρώσει | θα έχουμε κυλινδρώσει | να έχουμε κυλινδρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κυλινδρώσει | είχατε κυλινδρώσει | θα έχετε κυλινδρώσει | να έχετε κυλινδρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κυλινδρώσει | είχαν κυλινδρώσει | θα έχουν κυλινδρώσει | να έχουν κυλινδρώσει |
|