κυλινδρωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυλινδρωτός < ελληνιστική κοινή κυλινδρωτός < κυλινδρόω < αρχαία ελληνική κύλινδρος
Επίθετο
επεξεργασίακυλινδρωτός
- που τον έχουν ισοπεδώσει χρησιμοποιώντας κύλινδρο
Συγγενικά
επεξεργασία- κυλινδρωτά
- → δείτε τις λέξεις κυλινδρώνω και κύλινδρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυλινδρωτός
|