κυκνίας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κυκνίᾱς | οἱ | κυκνίαι | ||||
γενική | τοῦ | κυκνίου | τῶν | κυκνιῶν | ||||
δοτική | τῷ | κυκνίᾳ | τοῖς | κυκνίαις | ||||
αιτιατική | τὸν | κυκνίᾱν | τοὺς | κυκνίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | κυκνίᾱ | κυκνίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυκνίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κυκνίαιν | ||||||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυκνίας (ελληνιστική κοινή) < κύκν(ος) + -ίας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυκνίας αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (πτηνό) είδος λευκού αετού
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις/Ἀρκαδικά, 8.17.3 @scaife.perseus
- ἀετοὺς μὲν οὖν ὀνομαζομένους κυκνίας μάλιστα ἐοικότας κύκνῳ λευκότητα οἶδα ἐν Σιπύλῳ θεασάμενος περὶ λίμνην καλουμένην Ταντάλου·
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις/Ἀρκαδικά, 8.17.3 @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- κυκνίας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.