ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυκνίᾱς οἱ κυκνίαι
      γενική τοῦ κυκνίου τῶν κυκνιῶν
      δοτική τῷ κυκνί τοῖς κυκνίαις
    αιτιατική τὸν κυκνίᾱν τοὺς κυκνίᾱς
     κλητική ! κυκνί κυκνίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυκνί
γεν-δοτ τοῖν  κυκνίαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυκνίας (ελληνιστική κοινή) < κύκν(ος) + -ίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυκνίας αρσενικό (ελληνιστική κοινή)