Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυκλοποιητής οι κυκλοποιητές
      γενική του κυκλοποιητή των κυκλοποιητών
    αιτιατική τον κυκλοποιητή τους κυκλοποιητές
     κλητική κυκλοποιητή κυκλοποιητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας κυκλοποιητής που μπορεί να παράξει πολλά αντίγραφα DNA

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυκλοποιητής < κυκλο- + ποι(ώ) + -τής, απόδοση για την αγγλική thermal cycler

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.klo.pi.iˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐κλο‐ποι‐η‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυκλοποιητής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία