PCR
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- PCR < Polymerase Chain Reaction
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piː siː ɑː(ɹ)/
Συντομομορφή
επεξεργασίαPCR (en) αρκτικόλεξο
- (βιολογία) αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης: μέθοδος απομόνωσης και πολλαπλασιασμού μίας αλληλουχίας DNA, μέσω της ενζυμικής αναπαραγωγής του DNA, η οποία χρησιμοποιείται στη μοριακή βιολογία και τη βιοχημεία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- PCR στην αγγλική Βικιπαίδεια