κυβόφιδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυβόφιδο | τα | κυβόφιδα |
γενική | του | κυβόφιδου | των | κυβόφιδων |
αιτιατική | το | κυβόφιδο | τα | κυβόφιδα |
κλητική | κυβόφιδο | κυβόφιδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυβόφιδο ουδέτερο
- (φίδι) είδος μη δηλητηριώδους φιδιού (Natrix tessellate, υποείδος tessellate) που ζει σε λίμνες και ποτάμια
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυβόφιδο