κυβόργιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυβόργιο < κυβερνητικός + οργανισμός + -ιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική cyborg (cyberneticus organismus)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυβόργιο ουδέτερο
- άνθρωπος με τεχνολογικά μοσχεύματα
κυβόργιο ουδέτερο