ανδροειδές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανδροειδές < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική androides (παρωχημένο του android) < αρχαία ελληνική ἀνήρ, ἀνδρο- + -ειδής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.ðɾo.iˈðes/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανδροειδές ουδέτερο
- ρομπότ με ανθρώπινη μορφή