κρυοπηξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρυοπηξία < κρυο- ) + (πήγνυμι, πηγ- >)πηξ- + -ία, (απόδοση) γαλλική cryocoagulation [1] < cryo- (< αρχαία ελληνική κρύος) + coagulation < λατινική coagulatio < coagulo < cogo (συλλέγω) / λόγιο ενδογενές δάνειο: cryopexy
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρυοπηξία θηλυκό
- (ιατρική) η κρυοθεραπεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.