Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυοθεραπεία οι κρυοθεραπείες
      γενική της κρυοθεραπείας των κρυοθεραπειών
    αιτιατική την κρυοθεραπεία τις κρυοθεραπείες
     κλητική κρυοθεραπεία κρυοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυοθεραπεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: cryotherapy < αρχαία ελληνική κρύος + θεραπεία (κρυο- + -θεραπεία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρυοθεραπεία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία