κρυοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρυοθεραπεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: cryotherapy < αρχαία ελληνική κρύος + θεραπεία (κρυο- + -θεραπεία)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρυοθεραπεία θηλυκό
- (ιατρική) χρήση χαμηλών θερμοκρασιών για καταστροφή και αφαίρεση παθολογικών ιστών
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Cryotherapy στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρυοθεραπεία