κρυερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρυερός | η | κρυερή | το | κρυερό |
γενική | του | κρυερού | της | κρυερής | του | κρυερού |
αιτιατική | τον | κρυερό | την | κρυερή | το | κρυερό |
κλητική | κρυερέ | κρυερή | κρυερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρυεροί | οι | κρυερές | τα | κρυερά |
γενική | των | κρυερών | των | κρυερών | των | κρυερών |
αιτιατική | τους | κρυερούς | τις | κρυερές | τα | κρυερά |
κλητική | κρυεροί | κρυερές | κρυερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρυερός < αρχαία ελληνική κρυερός < κρύος
Επίθετο
επεξεργασίακρυερός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρυερός
|