↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κροταλισμένος η κροταλισμένη το κροταλισμένο
      γενική του κροταλισμένου της κροταλισμένης του κροταλισμένου
    αιτιατική τον κροταλισμένο την κροταλισμένη το κροταλισμένο
     κλητική κροταλισμένε κροταλισμένη κροταλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κροταλισμένοι οι κροταλισμένες τα κροταλισμένα
      γενική των κροταλισμένων των κροταλισμένων των κροταλισμένων
    αιτιατική τους κροταλισμένους τις κροταλισμένες τα κροταλισμένα
     κλητική κροταλισμένοι κροταλισμένες κροταλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κροταλισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία