Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κροταλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κροταλισμέν
ος
η
κροταλισμέν
η
το
κροταλισμέν
ο
γενική
του
κροταλισμέν
ου
της
κροταλισμέν
ης
του
κροταλισμέν
ου
αιτιατική
τον
κροταλισμέν
ο
την
κροταλισμέν
η
το
κροταλισμέν
ο
κλητική
κροταλισμέν
ε
κροταλισμέν
η
κροταλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κροταλισμέν
οι
οι
κροταλισμέν
ες
τα
κροταλισμέν
α
γενική
των
κροταλισμέν
ων
των
κροταλισμέν
ων
των
κροταλισμέν
ων
αιτιατική
τους
κροταλισμέν
ους
τις
κροταλισμέν
ες
τα
κροταλισμέν
α
κλητική
κροταλισμέν
οι
κροταλισμέν
ες
κροταλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κροταλισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κροταλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κροταλισμένος