γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κροαίνων κροαίνουσ τὸ κροαῖνον
      γενική τοῦ κροαίνοντος τῆς κροαινούσης τοῦ κροαίνοντος
      δοτική τῷ κροαίνοντ τῇ κροαινούσ τῷ κροαίνοντ
    αιτιατική τὸν κροαίνοντ τὴν κροαίνουσᾰν τὸ κροαῖνον
     κλητική ! κροαίνων κροαίνουσ κροαῖνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κροαίνοντες αἱ κροαίνουσαι τὰ κροαίνοντ
      γενική τῶν κροαινόντων τῶν κροαινουσῶν τῶν κροαινόντων
      δοτική τοῖς κροαίνουσῐ(ν) ταῖς κροαινούσαις τοῖς κροαίνουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς κροαίνοντᾰς τὰς κροαινούσᾱς τὰ κροαίνοντ
     κλητική ! κροαίνοντες κροαίνουσαι κροαίνοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κροαίνοντε τὼ κροαινούσ τὼ κροαίνοντε
      γεν-δοτ τοῖν κροαινόντοιν τοῖν κροαινούσαιν τοῖν κροαινόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λήγων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κροαίνων, -ουσα, -ον

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του αμάρτυρου ρήματος *κροαίνω, ποιητικός τύπος του κρούω
    1. (για άλογο) που χτυπάει τα πόδια στο έδαφος
      ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 507 (506-511) Παρομοίωση για τον Πάρι που ετοιμάζεται να πολεμήσει.
      ὡς δ᾽ ὅτε τις στατὸς ἵππος, ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνῃ,
      δεσμὸν ἀπορρήξας θείῃ πεδίοιο κροαίνων,
      εἰωθὼς λούεσθαι ἐϋρρεῖος ποταμοῖο,
      κυδιόων· ὑψοῦ δὲ κάρη ἔχει, ἀμφὶ δὲ χαῖται
      ὤμοις ἀΐσσονται· ὁ δ᾽ ἀγλαΐηφι πεποιθώς,
      ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει μετά τ᾽ ἤθεα καὶ νομὸν ἵππων·
      και ως όταν σπάσει τον δεσμόν καλοθρεμμένος ίππος, / βροντά τετραποδίζοντας στην ανοικτήν πεδιάδα, / να λούεται στο καθαρό ποτάμι μαθημένος· / την κεφαλήν κρατεί υψηλά, την χαίτην ανεμίζει, / και υπερηφανευόμενον στα κάλλη του τον φέρνουν / στες μαθημένες του βοσκές γοργά τα γόνατά του
      Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    2. (ελληνιστική σημασία , για μουσικό όργανο) χτυπώντας χορδή
      ※  Ψευδοανακρέων, αρ.58, στίχος 6 (στίχ.5-6), PLG: Poetae Lyricae Graeci, τόμος 3, σελ.335
      ἐλεφαντίνῳ δὲ πλήκτρῳ / λιγυρὸν μέλος κροαίνων / Φρυγίῳ ῥυθμῷ βοήσω