κροαίνων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακροαίνων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του αμάρτυρου ρήματος *κροαίνω, ποιητικός τύπος του κρούω
- (για άλογο) που χτυπάει τα πόδια στο έδαφος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 507 (506-511) Παρομοίωση για τον Πάρι που ετοιμάζεται να πολεμήσει.
- ὡς δ᾽ ὅτε τις στατὸς ἵππος, ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνῃ,
δεσμὸν ἀπορρήξας θείῃ πεδίοιο κροαίνων,
εἰωθὼς λούεσθαι ἐϋρρεῖος ποταμοῖο,
κυδιόων· ὑψοῦ δὲ κάρη ἔχει, ἀμφὶ δὲ χαῖται
ὤμοις ἀΐσσονται· ὁ δ᾽ ἀγλαΐηφι πεποιθώς,
ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει μετά τ᾽ ἤθεα καὶ νομὸν ἵππων·- και ως όταν σπάσει τον δεσμόν καλοθρεμμένος ίππος, / βροντά τετραποδίζοντας στην ανοικτήν πεδιάδα, / να λούεται στο καθαρό ποτάμι μαθημένος· / την κεφαλήν κρατεί υψηλά, την χαίτην ανεμίζει, / και υπερηφανευόμενον στα κάλλη του τον φέρνουν / στες μαθημένες του βοσκές γοργά τα γόνατά του
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὡς δ᾽ ὅτε τις στατὸς ἵππος, ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνῃ,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 507 (506-511) Παρομοίωση για τον Πάρι που ετοιμάζεται να πολεμήσει.
- (ελληνιστική σημασία , για μουσικό όργανο) χτυπώντας χορδή
- (για άλογο) που χτυπάει τα πόδια στο έδαφος
Πηγές
επεξεργασία- κροαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κροαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.