↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρανοειδής η κρανοειδής το κρανοειδές
      γενική του κρανοειδούς* της κρανοειδούς του κρανοειδούς
    αιτιατική τον κρανοειδή την κρανοειδή το κρανοειδές
     κλητική κρανοειδή(ς) κρανοειδής κρανοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρανοειδείς οι κρανοειδείς τα κρανοειδή
      γενική των κρανοειδών των κρανοειδών των κρανοειδών
    αιτιατική τους κρανοειδείς τις κρανοειδείς τα κρανοειδή
     κλητική κρανοειδείς κρανοειδείς κρανοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρανοειδής < κράν(ος) + -ο- + -ειδής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾa.no.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρα‐νο‐ει‐δής

  Επίθετο

επεξεργασία

κρανοειδής, -ής, -ές

  • που έχει περίπου την μορφή του κράνους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)