κρανιοπροσωπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κρανιοπροσωπικός
- που έχει σχέση με το κρανίο και το πρόσωπο ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ↪κρανιοπροσωπική χειρουργική
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρανιοπροσωπικός
|