↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κραγμένος η κραγμένη το κραγμένο
      γενική του κραγμένου της κραγμένης του κραγμένου
    αιτιατική τον κραγμένο την κραγμένη το κραγμένο
     κλητική κραγμένε κραγμένη κραγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κραγμένοι οι κραγμένες τα κραγμένα
      γενική των κραγμένων των κραγμένων των κραγμένων
    αιτιατική τους κραγμένους τις κραγμένες τα κραγμένα
     κλητική κραγμένοι κραγμένες κραγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κράζω

κραγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία