κουτσοχέρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κουτσοχέρης | η | κουτσοχέρα | το | κουτσοχέρικο |
γενική | του | κουτσοχέρη | της | κουτσοχέρας | του | κουτσοχέρικου |
αιτιατική | τον | κουτσοχέρη | την | κουτσοχέρα | το | κουτσοχέρικο |
κλητική | κουτσοχέρη | κουτσοχέρα | κουτσοχέρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κουτσοχέρηδες | οι | κουτσοχέρες | τα | κουτσοχέρικα |
γενική | των | κουτσοχέρηδων | — | των | κουτσοχέρικων | |
αιτιατική | τους | κουτσοχέρηδες | τις | κουτσοχέρες | τα | κουτσοχέρικα |
κλητική | κουτσοχέρηδες | κουτσοχέρες | κουτσοχέρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουτσοχέρης < μεσαιωνική ελληνική κουτσοχέρης < κουτσός + χέρι
Επίθετο επεξεργασία
κουτσοχέρης
- (λαϊκότροπο) ο κουλός
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουτσοχέρης
|