κουτσοβλαχικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουτσοβλαχικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουτσοβλαχικός < κουτσόβλαχος + -ικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουτσοβλαχικό ουδέτερο
- ζήτημα, θέμα ή πρόβλημα που έχει να κάνει με τους κουτσόβλαχους
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κουτσόβλαχος, κούτσικος και Βλάχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουτσοβλαχικό
|