Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουτσαβάκικος η κουτσαβάκικη το κουτσαβάκικο
      γενική του κουτσαβάκικου της κουτσαβάκικης του κουτσαβάκικου
    αιτιατική τον κουτσαβάκικο την κουτσαβάκικη το κουτσαβάκικο
     κλητική κουτσαβάκικε κουτσαβάκικη κουτσαβάκικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουτσαβάκικοι οι κουτσαβάκικες τα κουτσαβάκικα
      γενική των κουτσαβάκικων των κουτσαβάκικων των κουτσαβάκικων
    αιτιατική τους κουτσαβάκικους τις κουτσαβάκικες τα κουτσαβάκικα
     κλητική κουτσαβάκικοι κουτσαβάκικες κουτσαβάκικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτσαβάκικος < κουτσαβάκ(ης) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.t͡saˈva.ci.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐τσα‐βά‐κι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

κουτσαβάκικος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία