↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουτουλημένος η κουτουλημένη το κουτουλημένο
      γενική του κουτουλημένου της κουτουλημένης του κουτουλημένου
    αιτιατική τον κουτουλημένο την κουτουλημένη το κουτουλημένο
     κλητική κουτουλημένε κουτουλημένη κουτουλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουτουλημένοι οι κουτουλημένες τα κουτουλημένα
      γενική των κουτουλημένων των κουτουλημένων των κουτουλημένων
    αιτιατική τους κουτουλημένους τις κουτουλημένες τα κουτουλημένα
     κλητική κουτουλημένοι κουτουλημένες κουτουλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουτουλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουτουλώ

κουτουλημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία