κουρτζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική korucu (αγροφύλακας, δασοφύλακας)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουρτζής αρσενικό
- (επάγγελμα, ιδιωματικό, παρωχημένο) (ιδιωτικός) τελωνοφύλακας
- (κυπριακά) φύλακας της δεκάτης[1]
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρτζής
|