Γκορτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γκορτζής < τουρκική Gürcü (Γεωργιανός) < περσική گرجی (gorji)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓκορτζής αρσενικό (θηλυκό Γκορτζή)
Δείτε επίσης : Κουρτζής, κουρτζής |
Γκορτζής αρσενικό (θηλυκό Γκορτζή)