κουρνιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρνιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρνιάζω
Μετοχή επεξεργασία
κουρνιασμένος, -η, -ο
- που έχει κουρνιάσει
- κουρνιασμένα πουλιά
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρνιασμένος
|